Δηλώσεις του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Καγκελάριο της Γερμανίας Olaf Scholz στο Βερολίνο
Αξιότιμε Καγκελάριε Scholz, αγαπητέ Olaf, ευχαριστώ γι’ αυτή τη θερμή υποδοχή σε μία συνάντηση που επιβεβαιώνει τους διαχρονικούς δεσμούς Ελλάδας και Γερμανίας, αλλά και τις εξαιρετικές σχέσεις μας. Σχέσεις οι οποίες ισχυροποιούνται μέσα από τις διακυμάνσεις των κοινών προκλήσεων τις οποίες αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες μας.
Είμαστε, άλλωστε, εταίροι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είμαστε σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, είμαστε συνοδοιπόροι στον δρόμο της ενίσχυσης της δημοκρατίας. Μοιραζόμαστε συνεπώς τις ίδιες αξίες, επιδιώκοντας τους ίδιους στόχους για ένα καλύτερο μέλλον.
Δεν ξεχνώ ότι η τελευταία επίσημη επίσκεψή μου στο Βερολίνο ήταν τον Μάρτιο του 2020, κυριολεκτικά λίγες ημέρες πριν «παγώσει» ολόκληρη η ήπειρος προκειμένου να αντιμετωπίσουμε την καταιγίδα του κορονοϊού.
Ευτυχώς σήμερα αυτός ο εφιάλτης έχει περάσει και παρά τις δυσκολίες που μεσολάβησαν τα νέα που σας φέρνω από την Ελλάδα είναι πολύ πιο αισιόδοξα από τότε, με την πατρίδα μου να γράφει ήδη ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της.
Από «μαύρο πρόβατο» στα χρόνια της κρίσης, διαθέτει πλέον μία από τις πιο σταθερές οικονομίες στην ευρωζώνη. Διατηρεί δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης, περιορίζοντας την ανεργία. Προσελκύει περισσότερες επενδύσεις από ποτέ. Αυξάνει τις εξαγωγές, τη βιομηχανική παραγωγή. Ενώ, παράλληλα, στηρίζει το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, ακολουθώντας μία συνετή πολιτική, που μας επιτρέπει να επιτυγχάνουμε διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα.
Φέτος, μάλιστα, αναμένεται να καταρρίψουμε το ιστορικό ρεκόρ τουριστικών εσόδων και αφίξεων, με τους Γερμανούς επισκέπτες να προτιμούν και πάλι τη χώρα μας.
Και όλα αυτά καθώς το δημόσιο χρέος κινείται ήδη κάτω από το 170% του ΑΕΠ, συνεχίζει να συρρικνώνεται. Θα γνωρίζετε άλλωστε -όπως έχουμε συζητήσει- ότι η Ελλάδα έχει την πρώτη θέση στην ταχύτερη μείωση χρέους παγκοσμίως.
Η πρόσφατη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας σηματοδοτεί μια συνολική εθνική πρόοδο σε εξέλιξη.
«Κλειδιά» για τα παραπάνω αναδεικνύονται δύο στοιχεία: πρώτον, ο ακλόνητος προσανατολισμός μας στις μεταρρυθμίσεις που αποτυπώνεται σε ένα γόνιμο έργο εδώ και κάτι παραπάνω από τέσσερα χρόνια. Και, δεύτερον, η πολιτική σταθερότητα, την οποία επιβεβαίωσε και η ανανεωμένη λαϊκή εντολή προς την κυβέρνηση στις τελευταίες εκλογές.
Σε αυτό το νέο κεφάλαιο, βέβαια, πρέπει να πω ότι αρκετές σελίδες γράφει και η διμερής μας συνεργασία. Γερμανικές επιχειρήσεις πρωτεύουν μεταξύ των ξένων επενδυτών στην Ελλάδα και μάλιστα σε δυναμικούς τομείς, όπως οι τηλεπικοινωνίες, τα αεροδρόμια αλλά και η ψηφιακή και η πράσινη τεχνολογία.
Εξίσου ευνοϊκό είναι και το περιβάλλον στο διμερές εμπόριο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Γερμανία είναι ο δεύτερος βασικός προμηθευτής, ενώ ταυτόχρονα ο τρίτος μεγαλύτερος πελάτης των ελληνικών προϊόντων. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι θα είναι και η τιμώμενη χώρα στην επόμενη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης, στην οποία είχα την ευκαιρία να προσκαλέσω προσωπικά και τον Καγκελάριο Scholz.
Όπως κοινός είναι και ο βηματισμός μας στην πράσινη μετάβαση, με ίσως πιο εμβληματικό σύμβολο της ελληνογερμανικής συνεργασίας το project της Αστυπάλαιας. Το πράσινο νησί το οποίο ονομάστηκε και «πεταλούδα του Αιγαίου».
Τέλος, σταθερή γέφυρα μεταξύ μας παραμένει η ζωντανή ελληνική κοινότητα που ζει και προκόβει εδώ. Κάτι παραπάνω από μισό εκατομμύριο πολίτες που έχουν ενταχθεί αρμονικά στην τοπική κοινωνία, συμβάλλοντας στην οικονομική πρόοδο αλλά και στον εμπλουτισμό της κουλτούρας της.
Στις συζητήσεις μας, ξεχωριστή θέση είχε και η γεωστρατηγική σημασία του πράσινου ενεργειακού διαδρόμου, μεταξύ νότιας και βόρειας Ευρώπης, συνδέοντας χώρες που έχουν μεγάλη παραγωγή αιολικής ενέργειας, κυρίως τον χειμώνα, όπως η Γερμανία, με αυτές που παράγουν πολλή ηλιακή ενέργεια κυρίως το καλοκαίρι, όπως η Ελλάδα.
Είναι ένα σημαντικό βήμα απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια, αλλά ταυτόχρονα και ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και έναν τομέα με πολλές προοπτικές για κοινές δράσεις μεταξύ των χωρών μας.
Μας απασχόλησε, επίσης, και η αναθεώρηση του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου, η συζήτηση του οποίου, όπως γνωρίζετε, διαρκεί ακόμα -έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου τις τελευταίες εβδομάδες- και αυτό γιατί, όπως γνωρίζετε, η Αθήνα επιμένει ότι απαιτούνται πρόσθετοι πόροι για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών αλλά και του μεταναστευτικού προβλήματος.
Μιλάμε, άλλωστε, για προκλήσεις που η συγκυρία τις καθιστά προτεραιότητες για ολόκληρη την Ευρώπη. Aπό τη μία πλευρά οι γενικευμένες επιθέσεις της κλιματικής κρίσης και από την άλλη η νέα αναταραχή στη Μέση Ανατολή. Ειδικά με την τελευταία να εξελίσσεται, είναι πολύ πιθανό κράτη της πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα, να αντιμετωπίσουν νέες ισχυρές πιέσεις στα σύνορά τους, με νέες ροές που θα προστεθούν στις σημερινές, επιβαρύνοντας τους ήδη μεγάλους αριθμούς προσφύγων που φιλοξενούμε.
Η Γερμανία γνωρίζει και αναγνωρίζει τις προσπάθειές μας να προστατεύουμε καθημερινά τα εθνικά και τα ευρωπαϊκά μας σύνορα. Και χαίρομαι, γιατί πρόσφατα και το κράτος σας αποφάσισε να αναθεωρήσει το καθεστώς κοινωνικών παροχών προς πολίτες τρίτων χωρών που εισέρχονται σε αυτό.
Θέλω να τονίσω, ότι η αρωγή της Ευρώπης οφείλει να γίνει εντονότερη και να εκδηλωθεί πολύπλευρα και συντονισμένα. Το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου πρέπει να ολοκληρωθεί σύντομα, στη βάση της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ κρατών-μελών.
Έχουμε συζητήσει και με τον Καγκελάριο πώς θα αντιμετωπίσουμε πραγματικά, υπαρκτά προβλήματα δευτερογενών ροών, τα οποία χρήζουν μίας κοινής στρατηγικής, μίας κοινής προσέγγισης μεταξύ των δύο χωρών μας.
Για να το πω διαφορετικά, χρειαζόμαστε τώρα όσο ποτέ ένα δυναμικό σχέδιο με διπλή κατεύθυνση: αφενός την αποτροπή των παράνομων διελεύσεων και αφετέρου τη διαχείριση των νόμιμων μεταναστευτικών ροών.
Την ευρωπαϊκή μας ατζέντα, βέβαια, συμπλήρωσαν και τα Δυτικά Βαλκάνια, στο πλαίσιο του διευρυνσιακού πακέτου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2023.
Αναφερθήκαμε στα περιφερειακά σχήματα συνεργασίας που βοηθούν την προετοιμασία της σταδιακής ενσωμάτωσης στην Ευρώπη, στη Διαδικασία του Βερολίνου, στην οποία ο Καγκελάριος Scholz παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Διαδραματίζει ασφαλώς ουσιαστικό ρόλο στην πορεία αυτή. Με την προσαρμογή, όμως, στο κοινοτικό κεκτημένο και τον σεβασμό στο κράτος δικαίου να παραμένουν ακρογωνιαίοι λίθοι της ενταξιακής διαδικασίας.
Σε ό,τι αφορά το Μεσανατολικό, Ελλάδα και Γερμανία υποστηρίζουν το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα μετά τη βάναυση επίθεση στο έδαφός του. Το δικαίωμα, όμως, αυτό πρέπει να ασκείται με βάση τους κανόνες του πολέμου, του Διεθνούς Δικαίου και κυρίως του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου.
Και οι δύο χώρες, άλλωστε, ήμασταν απολύτως σαφείς: διαχωρίζουμε την τρομοκρατική Χαμάς από τον παλαιστινιακό λαό και βέβαια εκφράζουμε την έντονη ανησυχία μας για το δράμα στη Γάζα και τη διαμορφούμενη ανθρωπιστική κρίση.
Υποστηρίζουμε κάθε βοήθεια προς τους αμάχους, μέσω ανθρωπιστικών παύσεων και διαδρόμων βοήθειας για φάρμακα και τρόφιμα. Και, όπως έχω πει πολλές φορές, η Ελλάδα και λόγω της γεωγραφικής της γειτνίασης είναι έτοιμη να παίξει τον ρόλο που της αναλογεί σε αυτήν την προσπάθεια ανακούφισης της ανθρωπιστικής κρίσης στη Γάζα.
Θα επαναλάβω πάντως, όπως είπε και ο Καγκελάριος, ότι η οριστική λύση δεν θα υπάρξει εάν δεν είναι πολιτική. Η οριστική λύση μπορεί να είναι μόνο μία λύση για την ίδρυση δύο κρατών, σύμφωνη με τις αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και το Διεθνές Δίκαιο.
Και είναι το Διεθνές Δίκαιο που πρέπει να επικρατήσει και στην Ουκρανία, στο πλευρό της οποίας Ελλάδα και Βερολίνο παραμένουν σταθερά, απορρίπτοντας κάθε μορφή αναθεωρητισμού.
Θυμίζω, μάλιστα, ότι η Ελλάδα συνεχίζει να προσφέρει, μέσω των λιμένων της Αλεξανδρούπολης αλλά και της Θεσσαλονίκης, εναλλακτικούς δρόμους μεταφοράς αγαθών από και προς τη δοκιμαζόμενη χώρα.
Ως Ευρωπαίοι εταίροι, τέλος, με τον Καγκελάριο συζητήσαμε και το Κυπριακό. Κοινός στόχος μας είναι να επανεκκινήσουν οι διαπραγματεύσεις στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ. Και χαιρετίζουμε την απόφαση του Γραμματέα του ΟΗΕ για την επιλογή Ειδικού Απεσταλμένου για το Κυπριακό. Με ρόλο, βέβαια, σε αυτές τις εξελίξεις, και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως το προβλέπουν και τα συμπεράσματα της τελευταίας Συνόδου Κορυφής.
Από την πλευρά μου, τέλος, ανέπτυξα στον Καγκελάριο Scholz την ελληνική προσπάθεια οι σχέσεις μας με την Τουρκία να επανέλθουν σε πιο ήρεμα νερά, με «πυξίδα» πάντα το Διεθνές Δίκαιο και τις σχέσεις καλής γειτονίας.
Αγαπητοί φίλοι, ευχαριστώντας για τη φιλοξενία επιτρέψτε μου να ανταποδώσω απευθυνόμενος με λίγα λόγια στη γλώσσα σας:
Griechenland hat grosse Fortschritte gemacht und es ist nicht mehr das Land, das es einmal war. Griechenland und Deutschland können gemeinsam viel mehr erreichen, in einem Geist des Respekts, des Verständnisses und der Solidarität, aber auch durch eine noch engere Zusammenarbeit.
(Σε ανεπίσημη μετάφραση από τα γερμανικά): «Η Ελλάδα έχει κάνει μεγάλη πρόοδο και δεν είναι πλέον η χώρα που ήταν κάποτε. Γερμανία και Ελλάδα μπορούν να πετύχουν μαζί πολύ περισσότερα, σε πνεύμα σεβασμού, κατανόησης και αλληλεγγύης, αλλά και με ακόμα στενότερη συνεργασία».
Olaf, μια παροιμία που μοιραζόμαστε, εσείς λέτε, «In der Not erkennt man den Freund» και εμείς, «Ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται». Καθώς, λοιπόν, οι προκλήσεις της εποχής μας απαιτούν τη διαρκή συνεργασία, είμαι σίγουρος ότι δύο φίλες χώρες θα την επιδιώξουμε ακόμα περισσότερο.
Δημοσιογράφος: Μία ερώτηση στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας. Οι θέσεις του Erdoğan και οι δικές σας είναι εντελώς διαφορετικές σε σχέση με τη Χαμάς, τι ρόλο παίζει αυτό στη συνάντησή σας με τον Erdoğan κατ’ αρχήν; Και δεύτερον, τι συγκεκριμένο προσδοκάτε από αυτή τη συνάντηση, τη συνέχιση της ύφεσης των τελευταίων μηνών ή κάτι περισσότερο από αυτό;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Δεν έχω να προσθέσω πολλά σε αυτά τα οποία είπε ο Καγκελάριος για τη Χαμάς. Η Χαμάς είναι τρομοκρατική οργάνωση, δεν είναι απελευθερωτικό κίνημα. Κατά συνέπεια, οι πράξεις της καταδικάζονται από την ελληνική Κυβέρνηση με τον πιο απόλυτο, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Αρκεί να δει κανείς τις εικόνες της βάρβαρης επίθεσης στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου για να αντιληφθεί αυτό το οποίο εννοώ.
Από εκεί και πέρα, το γεγονός ότι διαφωνούμε με τον Πρόεδρο Erdoğan στον ρόλο της Χαμάς δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να τον υποδεχθούμε στην Αθήνα, όπως τον υποδέχεται εξάλλου και ο Καγκελάριος Scholz στο Βερολίνο, για να επιχειρήσουμε να κάνουμε ένα βήμα προόδου στην ελληνοτουρκική προσέγγιση, η οποία έχει ξεκινήσει ουσιαστικά τους τελευταίους μήνες και η οποία έχει δώσει μέχρι στιγμής κάποια σημαντικά θετικά αποτελέσματα.
Επιδιώκουμε καλές σχέσεις με την Τουρκία, το έχω πει πολλές φορές, πάντα με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και κυρίως στο Δίκαιο της Θάλασσας. Και ακριβώς αυτήν την πρόοδο θα επιχειρήσουμε να κεφαλαιοποιήσουμε μέσα από την επίσκεψη του Προέδρου Erdoğan στην Αθήνα, στις 7 Δεκεμβρίου.
Δημοσιογράφος: Ερώτηση στον Έλληνα Πρωθυπουργό. Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες άτομα που τους έχει χορηγηθεί άσυλο, που έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα αλλά που δεν έχουν επιστραφεί στην Ελλάδα. Τι κάνει η κυβέρνησή σας ώστε στη βάση του Δουβλίνου να γίνει αυτό εφικτό; Γιατί αυτή τη στιγμή έχει παρεμποδιστεί κάτι τέτοιο; Πιστεύετε ότι η ελεύθερη διακίνηση ατόμων στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να διατηρηθεί υπό αυτές τις συνθήκες;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Κοιτάξτε να δείτε, η Ελλάδα έχει επιταχύνει σημαντικά την επεξεργασία των αιτήσεων χορήγησης ασύλου τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ταυτόχρονα, έχει εφαρμόσει μια αυστηρή αλλά δίκαιη πολιτική φύλαξης των εξωτερικών μας συνόρων, η οποία έχει αποδώσει σημαντικούς καρπούς, καθώς έχουμε μειώσει σημαντικά τις μεταναστευτικές ροές στο Αιγαίο. Και θα εξακολουθούμε να επιμένουμε σε αυτή την πολιτική.
Όπως είπα και πριν, το θέμα των δευτερογενών ροών μάς απασχολεί. Θέλω να είμαι απολύτως σαφής: όταν χορηγούμε άσυλο σε κάποιον ο οποίος φτάνει στην Ελλάδα, η πρόθεσή μας είναι αυτός να μείνει στην Ελλάδα. Εξάλλου, έχουμε μεγάλες ανάγκες ως προς το εργατικό δυναμικό της πατρίδας μας και θα θέλαμε οι άνθρωποι αυτοί να επιλέξουν να κάνουν την Ελλάδα τον μόνιμο τόπο παραμονής τους.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, λοιπόν, θα εξακολουθούμε να εργαζόμαστε μαζί με τον Καγκελάριο για να δούμε ζητήματα δευτερογενών ροών, τα οποία αντιλαμβάνομαι ότι όντως δημιουργούν ένα πρόβλημα στη Γερμανία, τα οποία όμως, πιστεύω ότι σε κλίμα συνεργασίας μπορούν να λυθούν.
Δημοσιογράφος: Κύριε Καγκελάριε, κ. Πρωθυπουργέ, για πολλά χρόνια βαριά σύννεφα σκίαζαν τις ελληνογερμανικές σχέσεις, κυρίως λόγω της δημοσιονομικής κρίσης. Θα ήθελα να ρωτήσω τον κ. Καγκελάριο αρχικά, πώς βλέπετε σήμερα την πορεία της ελληνικής οικονομίας; Αν την εμπιστεύεστε, αν θα την εμπιστευόσασταν από εδώ και στο εξής και τι περιθώρια υπάρχουν για περαιτέρω ενίσχυση της συνεργασίας των δύο χωρών. Και αν, κ. Πρωθυπουργέ, αυτά τα σύννεφα έχουν φύγει και για εμάς, από τη δική μας πλευρά, αυτή η καχυποψία προς τη Γερμανία.
Και αν μου επιτρέπετε μία ερώτηση και στους δύο: επειδή και οι δύο χώρες, και η Αθήνα και το Βερολίνο, αντιμετωπίζουν έντονες πιέσεις από τον πληθωρισμό, αν πιστεύετε ότι θα πρέπει να γίνει κάτι σε ευρωπαϊκό επίπεδο πια. Σας ευχαριστώ.
Κυριάκος Μητσοτάκης: Θέλω να σας πω ότι με τον Καγκελάριο συζητήσαμε ελάχιστα τα θέματα που αφορούν την οικονομία. Αυτό αποτελεί σίγουρα μια σημαντικό πρόοδο. Διότι η οικονομία αποτελούσε κατ’ εξοχήν το αντικείμενο των συζητήσεων με τη γερμανική πλευρά τα χρόνια της κρίσης. Αυτά έμειναν πίσω μας πια.
Η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικότατα βήματα προόδου. Και αυτά τα βήματα αναγνωρίζονται από τη Γερμανία συνολικά και από τις γερμανικές επιχειρήσεις, οι οποίες εξακολουθούν να επενδύουν περισσότερο στην Ελλάδα.
Και νομίζω ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό να αλλάξουμε το αφήγημα των ελληνογερμανικών σχέσεων, να αφήσουμε πίσω μας μια περίοδο έντασης, προκαταλήψεων, καχυποψίας και να δούμε το μέλλον μέσα από το αισιόδοξο πρίσμα δύο χωρών που πατάνε καλά στα πόδια τους. Διαφορετικού μεγέθους προφανώς, διαφορετικών δυνατοτήτων, αλλά δύο χωρών οι οποίες μπορούν να συνεργαστούν και για ένα καλύτερο ευρωπαϊκό μέλλον, αλλά και για να ενισχύσουν περαιτέρω τις διμερείς τους σχέσεις.
Από εκεί και πέρα, για τον πληθωρισμό να πω μόνο ότι αποτελεί κεντρική πολιτική προτεραιότητα της κυβέρνησης να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να μειώσουμε την επιβάρυνση στα νοικοκυριά, κυρίως από τις τιμές των τροφίμων. Δεν θα μιλήσω αναλυτικά τώρα για όλα τα μέτρα τα οποία έχουμε εξαγγείλει. Αποτελεί όμως βαθιά μου πίστη ότι έχουμε δει τα χειρότερα στον πληθωρισμό.
Παρά ταύτα, θα εξακολουθούμε να υποστηρίζουμε, στο πλαίσιο των δημοσιονομικών μας δυνατοτήτων, με όσα μέσα διαθέτουμε, κυρίως τους ασθενέστερους συμπολίτες μας, προκειμένου να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα σε ένα περιβάλλον το οποίο αντικειμενικά εξακολουθεί να είναι αρκετά δύσκολο.
Δημοσιογράφος: Κύριε Πρωθυπουργέ, κ. Καγκελάριε, ειπώθηκε ότι θα συναντήσετε σε σύντομο διάστημα τον Τούρκο Πρόεδρο, μπορούμε να αναμένουμε ότι θα υπάρξει αναβίωση της συμφωνίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας; Και τι συγκεκριμένα θα ήταν απαραίτητο για να υπάρξει η αναβίωση αυτή; Τι πρέπει να προσφέρει, λοιπόν, η Ευρώπη στην Τουρκία και τι αναμένεται από την Τουρκία;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Έχω πει πολλές φορές ότι επιδιώκουμε τη συνεργασία με την Τουρκία στο ζήτημα της διαχείρισης του προσφυγικού προβλήματος. Η Τουρκία φιλοξενεί τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση στο παρελθόν έχει στηρίξει οικονομικά σημαντικά την Τουρκία για να μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτήν την πολύ μεγάλη οικονομική πρόκληση, παρουσίας τόσων προσφύγων στο έδαφός της.
Πιστεύω ότι τους τελευταίους μήνες έχουμε κάνει και βήματα σε διμερές επίπεδο ώστε να εντατικοποιήσουμε τη συνεργασία μας με τις τουρκικές αρχές για να περιορίσουμε -στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό- τις βάρκες οι οποίες φεύγουν από τα τουρκικά παράλια. Αυτός είναι ο σκοπός μας.
Σκοπός μας είναι να μην φεύγουν βάρκες από την Τουρκία και να μην τίθενται σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές, αναλαμβάνοντας ένα ταξίδι το οποίο από τη φύση του είναι εξαιρετικά επικίνδυνο.
Θα το ξαναπώ για ακόμα μια φορά: δεν πρέπει οι διακινητές να καθορίζουν ποιος μπαίνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή είναι δουλειά της ίδιας της Ευρώπης και για να μπορέσει να πετύχει αυτήν την αποστολή πρέπει να συνεργάζεται με τις χώρες που βρίσκονται στα εξωτερικά της σύνορα.
Αυτή, λοιπόν, τη συνεργασία -σε διμερές αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο- θέλουμε να αναπτύξουμε με την Τουρκία. Όπως είπα, έχουμε κάνει κάποια βήματα προόδου αλλά έχουμε ακόμα πολλή δουλειά να κάνουμε.
Τέλος, να τονίσω στο ζήτημα αυτό την πολύ μεγάλη σημασία την οποία αποδίδω στη διατήρηση της ευρωπαϊκής βοήθειας προς τις χώρες οι οποίες βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γι’ αυτό και στην αναθεώρηση του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου η Ελλάδα επιμένει ότι χρειαζόμαστε αυξημένους πόρους προκειμένου αφενός να βοηθήσουμε χώρες όπως η Τουρκία, αφετέρου να βοηθήσουμε χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες επιβαρύνονται από βαριές υποδομές που έχουν φτιαχτεί με ευρωπαϊκούς πόρους αλλά πρέπει να συντηρούνται και με ευρωπαϊκούς πόρους, έτσι ώστε να μπορούμε να κάνουμε τη διαχείριση του προσφυγικού όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική.
Και θα πω ακόμα μία φορά ότι στις υποδομές οι οποίες πρέπει να χρηματοδοτηθούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση εντάσσονται και φυσικά χερσαία εμπόδια, όπως ο φράχτης τον οποίο κατασκευάζουμε στον Έβρο. Ο φράχτης αυτός έχει σκοπό να προστατεύσει όχι τα ελληνικά σύνορα αλλά τα ευρωπαϊκά σύνορα και γι’ αυτό και πρέπει επίσης να απολαμβάνει ευρωπαϊκής χρηματοδότησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου