26 Ιουνίου 2018 00:26
Στην αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από Β σε Β+ προχώρησε την Δευτέρα ο οίκος αξιολόγησης S&P, λίγες ημέρες μετά την απόφαση του Eurogroup για τη διευθέτηση του χρέους.
Ο οίκος υποστηρίζει ότι η αναβάθμιση έγινε λόγω των μειωμένων κινδύνων για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Την ίδια ώρα, το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ δήλωσε ότι η απόφαση του Eurogroup κινείται στη σωστή κατεύθυνση και προειδοποίησε ότι ο «διάλογος» της Ελλάδας με τις αγορές «δεν θα είναι εύκολος ούτε ευχάριστος».
ο outlook στη χώρα είναι σταθερό, όπως ανακοίνωσε η S&P.
Στην ανάλυση του ο οίκος σημειώνει ότι «οι πιστωτές της Ελλάδας ενέκριναν τη δημιουργία ενός αποθέματος ρευστότητας καθώς και την παράταση στις ωριμάνσεις του χρέος», κάτι που «μειώνει σημαντικό τους κινδύνους στην εξυπηρέτηση του χρέους για τα επόμενα δύο χρόνια».
Ο οίκος αναφέρει επίσης ότι θα μπορούσε να εξετάσει την περαιτέρω αναθεώρηση της αξιολόγησης εάν «ενισχυθεί η προβλεψιμότητα της πολιτικής, ενισχυθούν οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις και δούμε περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων στο τραπεζικό σύστημα».
Προειδοποιεί παράλληλα ότι η αξιολόγηση ενδεχομένως να υποχωρήσει εάν «υπάρξουν μεγάλες αλλαγές στην πολιτική που θα αναστρέφουν τη μεταρρυθμιστική διαδικασία ή εφόσον η αναπτυξιακή διαδικασία είναι πιο αδύναμη απ’ ότι εκτιμούσαμε αρχικά».
Η αναβάθμιση της ελληνικής αξιολόγησης αντανακλά τα εξής:
Οι πιστωτές της Ελλάδος ενέκριναν τόσο τη δημιουργία «μαξιλαριών» ρευστότητας, όσο και την επέκταση των ωριμάνσεων των ελληνικών ομολόγων, εν όψει της ολοκλήρωσης του προγράμματος του ESM τον Αύγουστο του 2018.
Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των κινδύνων εξυπηρέτησης του χρέους για τα επόμενα δύο χρόνια.
Όσον αφορά τις προοπτικές (outlook), ο οίκος S&P εξηγεί τα εξής:
Η απόφαση του Eurogroup παρέχει στην Ελλάδα μια πρόσθετη επέκταση των ωριμάνσεων και ένα ευμέγεθες ταμειακό «μαξιλάρι», βελτιώνοντας περαιτέρω το ήδη ευνοϊκό προφίλ του χρέους.
Ταυτόχρονα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν κάνει πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, εξέλιξη η οποία συνεπάγεται τη βελτίωση του χρηματοπιστωτικού κλάδου και την τόνωση της ανάπτυξης.
Από την άλλη πλευρά, το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος παραμένει σε υψηλά επίπεδα, ενώ η ικανότητα προσέλκυσης απευθείας ξένων επενδύσεων είναι αδύναμη.
Ο S&P θα προχωρούσε σε μια νέα αναβάθμιση της ελληνικής αξιολόγησης, εφόσον:
Αυξηθούν οι απευθείας ξένες επενδύσεις
Υπάρξει περαιτέρω πρόοδος στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων
Επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ
Επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ
Αντίθετα, προειδοποιεί με υποβάθμιση, εφόσον:
Υπάρξει αλλαγή της πολιτικής στρατηγικής, με αποτέλεσμα την ανάσχεση της μεταρρυθμιστικής προόδου
Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αποδειχθεί σημαντικά χαμηλότερος έναντι των προσδοκιών, με αποτέλεσμα τον εκτροχιασμό της δημοσιονομικής προσαρμογής
Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αποδειχθεί σημαντικά χαμηλότερος έναντι των προσδοκιών, με αποτέλεσμα τον εκτροχιασμό της δημοσιονομικής προσαρμογής
Ταμειακό απόθεμα
Όπως υπενθυμίζει ο οίκος αξιολόγησης, το πρόσφατο Eurogroup ενέκρινε τη δημιουργία ενός ευμεγέθους ταμειακού «μαξιλαριού» εν όψει της ολοκλήρωσης του τρίτου προγράμματος βοήθειας, τον Αύγουστο. Ως αποτέλεσμα, η τελευταία εκταμίευση, ύψους 15 δισ. ευρώ, θα αυξήσει το συνολικό ταμειακό απόθεμα της χώρας στα 24 δισ. ευρώ (13% του ΑΕΠ).
Δεδομένων των προσδοκιών ότι τα δημοσιονομικά μεγέθη θα παραμείνουν ισορροπημένα, ο S&P εκτιμά ότι το ταμειακό «μαξιλάρι» θα καλύψει πλήρως το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους έως το 2021. Μάλιστα, εν μέρει θα καλύψει και τις πληρωμές του 2022.
Έτσι, το ταμειακό απόθεμα, κατά την άποψη του S&P, μειώνει σημαντικά τους χρηματοδοτικούς κινδύνους της Ελλάδας, ενώ αυξάνει την πιθανότητα εξόδου στις αγορές, με ευνοϊκούς όρους, τόσο για το δημόσιο όσο και για τις τράπεζες.
Μεταρρυθμίσεις
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης, η χρήση του ταμειακού αποθέματος, σε συνδυασμό με το μεταμνημονιακό εποπτικό πλαίσιο, θα εμποδίσει την επιβράδυνση της μεταρρυθμιστικής προόδου, εξέλιξη η οποία είναι ιδιαιτέρως σημαντική για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς τον τραπεζικό κλάδο, όπως και για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Στα θετικά της πρόσφατης απόφασης του Eurogroup προσθέτει και το ασυνήθιστα χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, στο πλαίσιο των νέων μέτρων ελάφρυνσης. Άλλωστε, όπως σημειώνει, ακόμη και πριν τη συγκεκριμένη απόφαση, η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους είχε διάρκεια άνω των 18 ετών -η μεγαλύτερη ανάμεσα σ’ όλες τις χώρες.
Υψηλό χρέος
Σε κάθε περίπτωση, πάντως -σπεύδει να προσθέσει ο S&P- το δημόσιο χρέος παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Επιπλέον, η προϊστορία της Ελλάδας ως προς την πολιτική αβεβαιότητα και το πελατειακό σύστημα, επιδρά αρνητικά στην αξιοπιστία της πιστοληπτικής ικανότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου