«Χρειαζόμαστε μια νέα σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία»
Οντας γιατρός και από τους μακροβιότερους υπουργούς Υγείας, ο Ανδρέας Ξανθός γνωρίζει καλά το ΕΣΥ και τις αντοχές του. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «Εφ.Συν.» αναφέρεται στους κινδύνους ενός νέου κύματος Covid το φθινόπωρο και εστιάζει στο πόσο σημαντικό είναι να επιτευχθεί ο ανοσιακός φραγμός. Μιλάει για την ανάγκη ενίσχυσης του ΕΣΥ, χαρακτηρίζοντάς την ως τη «μεγάλη πρόκληση» στη μετά-Covid εποχή, και τάσσεται κατά της ιδιωτικοποίησής του μέσω ΣΔΙΤ, κάτι που αποτελεί βασικό σχεδιασμό της κυβέρνησης.
Θεωρεί ότι η συζήτηση για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό δεν έχει κανένα νόημα αν δεν προηγηθούν στοχευμένες παρεμβάσεις προκειμένου να πειστούν οι πολίτες να κάνουν το εμβόλιο και ζητά διαφάνεια και ειλικρίνεια από τους αρμόδιους. Στο πολιτικό επίπεδο εκτιμά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αναζητήσει νέους τρόπους επικοινωνίας με την κοινωνία, με τους «πραγματικούς» ανθρώπους, όπως λέει, και να βρεθεί στο πλευρό τους στο πλαίσιο της καθημερινότητας, ώστε να πραγματωθεί το «από τα κάτω» νέο κοινωνικό συμβόλαιο.
• Επειτα από έναν δύσκολο χειμώνα οι αριθμοί της πανδημίας δείχνουν πτωτικές τάσεις. Θα πρέπει να φοβόμαστε νέο κύμα από τον Οκτώβριο και πώς θα κληθούμε να το αντιμετωπίσουμε;
Η πανδημία βρίσκεται όντως σε φάση αποκλιμάκωσης χωρίς να έχει εκλείψει ο κίνδυνος αναζωπύρωσής της, λόγω κυρίως των νέων και μεταδοτικότερων μεταλλάξεων του ιού. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που είναι ισχυρή η πιθανότητα νέου επιδημικού κύματος το φθινόπωρο. Η πιθανότητα αυτή αυξάνεται όσο καθυστερούν η καθολική εμβολιαστική κάλυψη και η επίτευξη «ανοσιακού φραγμού» στον γενικό πληθυσμό, «σπάζοντας» έτσι την αλυσίδα μετάδοσης του ιού στην κοινότητα.
Αρα η αντιμετώπιση του κινδύνου πρέπει να στηρίζεται κατ’ αρχήν στον επιταχυνόμενο και πιο στοχευμένο εμβολιασμό σε ευάλωτες ομάδες (ηλικιωμένοι, χρόνιοι ασθενείς, προσωπικό και φιλοξενούμενοι σε κλειστές δομές, εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις τουρισμού και εστίασης κ.λπ.). Ταυτόχρονα χρειάζεται έγκαιρη προετοιμασία του ΕΣΥ με βάση και την αρνητική εμπειρία της προηγούμενης περιόδου, ενεργός εμπλοκή της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, καλή επιδημιολογική επιτήρηση, εκτεταμένο και αξιόπιστο testing στους χώρους εργασίας και καλύτερη οργάνωση των κρίσιμων κρίκων του συστήματος (ΤΕΠ, κλινικές και ΜΕΘ Covid, μετανοσοκομειακή παρακολούθηση των ασθενών).
• Η κυβέρνηση έχει ανοίξει τη συζήτηση περί υποχρεωτικού εμβολιασμού, με τους υγειονομικούς να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτού του σχεδιασμού. Ωστόσο είναι αρκετοί εκείνοι που αρνούνται να εμβολιαστούν όχι επειδή δεν πιστεύουν στον ιό αλλά επειδή εκφράζουν ενστάσεις ως προς την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Ως γιατρός και πρώην υπουργός Υγείας πώς σχολιάζετε αυτή την κατάσταση;
Με τα νεότερα ερευνητικά δεδομένα που τεκμηριώνουν τον υψηλό βαθμό προστασίας από σοβαρή νόσηση που παρέχουν όλα τα εμβόλια, δεν μπορεί πλέον να έχει βάση η συζήτηση περί μη αποτελεσματικότητας του εμβολιασμού. Η αλήθεια είναι ότι τα εμβόλια, ακόμα και στα σημερινά ποσοστά (40% των ενηλίκων με μία δόση και 27% με δύο δόσεις), έχουν συμβάλει καταλυτικά στη βελτίωση των επιδημιολογικών δεικτών και στην υποχώρηση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας στη χώρα.
Οποιος το αμφισβητεί αυτό, ακόμα και με επιστημονικοφανή επιχειρήματα, βλάπτει σοβαρά τη Δημόσια Υγεία. Η εμβολιαστική εκστρατεία στη χώρα μας έχει πάει αρκετά καλά στο οργανωτικό σκέλος και στην ψηφιακή υποστήριξή της, αλλά υστερεί πολύ στα ποιοτικά στοιχεία της. Ενας στους τρεις ηλικιωμένους δεν έχει εμβολιαστεί, τα ποσοστά στο υγειονομικό προσωπικό βελτιώνονται αλλά δεν είναι τα επιθυμητά, ενώ είναι άγνωστο το ποσοστό για τις ευπαθείς ομάδες ασθενών, για τους εκπαιδευτικούς, τους εργαζόμενους στον τουρισμό.
Χρειάζεται λοιπόν στοχευμένη παρέμβαση από δω και πέρα, με διαφάνεια, ειλικρίνεια και επιστημονική τεκμηρίωση, για να πειστούν και οι πιο δύσπιστοι και επιφυλακτικοί πολίτες να εμβολιαστούν. Χωρίς αυτό, η συζήτηση περί υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών ή περί «προνομίων» των εμβολιασμένων είναι πολύ προβληματική, θα δημιουργήσει αντιδράσεις και θα ενισχύσει το αντιεμβολιαστικό κλίμα στην κοινωνία. Αυτό όμως που πρέπει να συμφωνήσουμε είναι πως είναι υγειονομικά και ηθικά αποδεκτό ορισμένες επαγγελματικές δραστηριότητες (π.χ. νοσηλεία ασθενών ή φροντίδα ευπαθών ομάδων) να ασκούνται από εμβολιασμένους. Το πώς ακριβώς είναι θέμα σοβαρής συζήτησης με ισχυρές δικλίδες ασφαλείας από άποψη Βιοηθικής, Δικαίου και Συντάγματος.
• Υπήρξατε ένας από τους μακροβιότερους υπουργούς Υγείας και γνωρίζετε τον τομέα πολύ καλά. Με δεδομένο το γεγονός ότι με την πανδημία ξεκίνησε μια νέα εποχή, ποιες θα έπρεπε να είναι οι προτεραιότητες πλέον στις πολιτικές υγείας;
Η μεγάλη πρόκληση για την πολιτική υγείας στη μετά-Covid εποχή είναι η ενδυνάμωση του ΕΣΥ και των Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας με τελικό στόχο την εξάλειψη των ανισοτήτων στην πρόσβαση σε δωρεάν και ποιοτική φροντίδα υγείας.
Οι νέες ανάγκες (οικογενειακός γιατρός, ολοκληρωμένη υγειονομική και ψυχοκοινωνική φροντίδα στην κοινότητα, διασύνδεση ΠΦΥ και Δημόσιας Υγείας, αποκατάσταση, γηριατρική, Ιατρική της Εργασίας, Σχολική Υγεία, στοματική υγεία, πρόληψη και προαγωγή υγείας) πρέπει να καλυφθούν με καθολικό και ισότιμο τρόπο από ένα νέο ΕΣΥ, με νέο χάρτη δομών και υπηρεσιών, με νέα οργάνωση και σύγχρονη διοίκηση, με μείωση του κόστους χρόνου και χρήματος για τον πολίτη, με περισσότερους πόρους, στην προοπτική της σύγκλισης με τον μέσο όρο δημόσιων δαπανών της Ευρώπης (7% του ΑΕΠ).
Αρα προτεραιότητα είναι η επένδυση σε ένα πιο φιλικό και αποτελεσματικό ΕΣΥ και όχι το άνοιγμα στην αγορά και η ιδιωτικοποίησή του μέσω των ΣΔΙΤ, όπως σχεδιάζει ο κ. Μητσοτάκης. Η μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα Υγείας με σεβασμό στους εργαζόμενους και στις ανάγκες των ασθενών είναι υπόθεση μιας αριστερής και προοδευτικής διακυβέρνησης και όχι των νεοφιλελεύθερων της Ν.Δ.
• Ο ΣΥΡΙΖΑ επικαλείται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με τον λαό θεωρώντας ότι οι επιλογές της κυβέρνησης θα οδηγήσουν αργά ή γρήγορα σε κοινωνικό αναβρασμό. Μιλάει επίσης για αίτημα αλλαγής προοδευτικής διακυβέρνησης. Την ίδια ώρα όμως οι δημοσκοπήσεις τον βρίσκουν καθηλωμένο στα ίδια ποσοστά. Τι πάει λάθος εδώ;
Για να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. να ανατρέψει τον δυσμενή πολιτικό συσχετισμό και την κυριαρχία του «συστήματος Μητσοτάκη» χρειάζεται κατ’ αρχήν συλλογική πολιτική συζήτηση και οικοδόμηση μιας νέας σχέσης εμπιστοσύνης με την κοινωνία, με τον αριστερό και προοδευτικό κόσμο και κυρίως με τις ομάδες «προνομιακής εκπροσώπησης» (μισθωτοί δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, άνεργοι, επισφαλώς εργαζόμενοι, νέοι επιστήμονες, νεαρά ζευγάρια, άνθρωποι στα όρια της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, μεσοστρώματα που πιέζονται από την παρατεινόμενη κρίση, πολίτες με ευαισθησία για το περιβάλλον, τα ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα).
Ολα αυτά προϋποθέτουν συστηματική πολιτική παρουσία και δράση, επαφή με την καθημερινότητα, τις ανάγκες και τις αγωνίες των ανθρώπων, αντιπολίτευση με στρατηγικές αιχμές, συγκροτημένο και ρεαλιστικό πρόγραμμα, εναλλακτικό σχέδιο για τα προβλήματα της «επόμενης μέρας» μετά την πανδημία.
Αλλά και προσπάθεια να πείσουμε ότι όντως έχουμε να κάνουμε με «δύο διαφορετικούς κόσμους» σε επίπεδο αξιών, πολιτικού ήθους, μοντέλου διακυβέρνησης, δημοκρατικού μετασχηματισμού της Δημόσιας Διοίκησης και όχι «άλωσης» του κράτους. Μόνο έτσι μπορεί να αρθεί η κρίση πολιτικής αξιοπιστίας και να ενισχυθεί η πολιτική αυτοπεποίθηση των αριστερών και προοδευτικών πολιτών. Και μόνο με σαφή και κατανοητό στις προτεραιότητές του πολιτικό λόγο, που αφορά και εμπνέει την κοινωνική πλειοψηφία και διεμβολίζει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, μπορούμε να ηγεμονεύσουμε ξανά στο πολιτικό σκηνικό.
• Σύμφωνα με αρκετούς πολιτικούς αναλυτές, το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι ότι δεν έχει σαφές ιδεολογικό στίγμα. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη και τι θεωρείτε ότι πρέπει να αλλάξει ώστε το κόμμα να αποκτήσει μια νέα δυναμική;
Ιδεολογικό στίγμα κοινωνικού μετασχηματισμού και εξάλειψης των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων υπάρχει. Το ζήτημα της «ταυτότητας» του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. σε θεωρητικό επίπεδο το έχουμε λύσει. Το ερώτημα είναι πόσο αυτό το στίγμα είναι ευδιάκριτο και πώς ενσωματώνεται στο στρατηγικό όραμα και στο πολιτικό σχέδιο για τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας και της καθημερινότητας των ανθρώπων. Εδώ χρειάζεται ακόμα πολλή δουλειά. Πρέπει να βρούμε νέους τρόπους επικοινωνίας με τους «δημιουργικούς πυρήνες» της κοινωνίας, να επινοήσουμε νέες μορφές δικτύωσης και αλληλεπίδρασης με τα επιστημονικά, αυτοδιοικητικά, παραγωγικά, κινηματικά, συνδικαλιστικά και πολιτισμικά δρώμενα στη χώρα.
Ετσι προκύπτει «από τα κάτω» και αποκτά επιρροή το νέο κοινωνικό συμβόλαιο, στο οποίο πολύ σωστά αναφερόμαστε και περιγράφουμε στο πρόγραμμά μας. Η «υψηλή πολιτική» που εκπονείται και εκπέμπεται μόνο κεντρικά, χωρίς περιφερειακή και τοπική διάσταση και χωρίς ανατροφοδότηση από τους «πραγματικούς» ανθρώπους, δεν αφορά δυστυχώς, στον ίδιο βαθμό με το παρελθόν, ούτε τους ενεργούς πολίτες ούτε την πλειονότητα της κοινωνίας.
Για να προχωρήσουν όλα τα παραπάνω, έχουμε ζωτική ανάγκη ένα ανοικτό, δημοκρατικό και αριστερό κόμμα, με αρχές και αξίες που σεβόμαστε και υπηρετούμε όλοι μαζί, που ενισχύει συνεχώς τους δεσμούς του με τον κόσμο και παρεμβαίνει δυναμικά και καταλυτικά εκεί που «κινείται» η κοινωνία και διαμορφώνεται η πολιτική συνείδηση των ανθρώπων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου