05.12.2018
Σήμερα γιορτάζουν...
Διογένης, Σάββας
Συντάξεις: Ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν
05.12.2018
Αναλυτικοί πίνακες μετά την κατάθεση του πολυνομοσχεδίου-μαμούθ
Μόνο 20% ο φόρος στα αναδρομικά πανεπιστημιακών, δικαστικών, στρατιωτικών και νοσοκομειακών ιατρών
Η Θέση μας: Η νίκη που μας διδάσκει
Διαβάστε επίσης:
►Φιάσκο πολλών... καρατίων με τον Ριχάρδο
►Κόντρα και με εξώδικα για το ΚΕΕΛΠΝΟ
►5.000 αστυνομικοί «στο πόδι» για την επέτειο του Γρηγορόπουλου
►«Politico»: Προσωπικότητα για το 2019 η Τουλουπάκη!
►Εκλογικός νόμος: Μία έδρα από τον νομό Αττικής πάει στην Αχαΐα
►Πούλησαν μία φιάλη ελαιόλαδο για 510 €!
►«Εστριψε» αλά γαλλικά ο Μακρόν!
Στις καλένδες και τυπικά οι περικοπές. Αυξήσεις (σταδιακά) για 500.000 άτομα, πλήγμα για τους «νέους» απόμαχους
Ρεπορτάζ
Νάσος Χατζητσάκος
Νάσος Χατζητσάκος
Tέλος και τυπικά στο άγχος που έζησαν οι συνταξιούχοι βάζει το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας, το οποίο κατατέθηκε χθες στη Βουλή, ακυρώνοντας οριστικά την περικοπή των συντάξεων για το 2019, με βάση τους νόμους Κατρούγκαλου και Αχτσιόγλου (ν. 4387/16 και 4497/17). Παράλληλα, ξεκαθαρίζουν σημαντικά φορολογικά ζητήματα, με την ενεργοποίηση, μεταξύ άλλων, από τον επόμενο χρόνο του μέτρου της υποβολής ξεχωριστών φορολογικών δηλώσεων από τους συζύγους.
Οπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, το οποίο θα ψηφιστεί έως τις 19 Δεκεμβρίου, «οι θεσπιζόμενες ρυθμίσεις περί απομείωσης της προσωπικής διαφοράς από 1/1/2019 υπαγορεύτηκαν από την ανάγκη εξασφάλισης της επιτυχούς ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης. Πλέον, το μέτρο είναι μη δημοσιονομικά αναγκαίο για την ισορροπία και τη βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος».
Από την πρώτη ανάλυση των επιπτώσεων που έχει η κατάργηση του μέτρου προκύπτει ότι υπάρχουν περισσότερο και λιγότερο «κερδισμένοι» και «χαμένοι» συνταξιούχοι. Στους «κερδισμένους» συμπεριλαμβάνονται, καταρχάς, περίπου 1.400.000 «παλιοί» συνταξιούχοι, οι οποίοι θα εξακολουθήσουν και τον επόμενο χρόνο να λαμβάνουν τα ίδια ποσά συντάξεων χωρίς καμία μείωση (διαφορετικά θα υφίσταντο μηνιαίες περικοπές από 100 έως 400 ευρώ ή και περισσότερα, κατά περίπτωση).
Οπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, το οποίο θα ψηφιστεί έως τις 19 Δεκεμβρίου, «οι θεσπιζόμενες ρυθμίσεις περί απομείωσης της προσωπικής διαφοράς από 1/1/2019 υπαγορεύτηκαν από την ανάγκη εξασφάλισης της επιτυχούς ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης. Πλέον, το μέτρο είναι μη δημοσιονομικά αναγκαίο για την ισορροπία και τη βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος».
Από την πρώτη ανάλυση των επιπτώσεων που έχει η κατάργηση του μέτρου προκύπτει ότι υπάρχουν περισσότερο και λιγότερο «κερδισμένοι» και «χαμένοι» συνταξιούχοι. Στους «κερδισμένους» συμπεριλαμβάνονται, καταρχάς, περίπου 1.400.000 «παλιοί» συνταξιούχοι, οι οποίοι θα εξακολουθήσουν και τον επόμενο χρόνο να λαμβάνουν τα ίδια ποσά συντάξεων χωρίς καμία μείωση (διαφορετικά θα υφίσταντο μηνιαίες περικοπές από 100 έως 400 ευρώ ή και περισσότερα, κατά περίπτωση).
Οι τυχεροί
Μεταξύ αυτών, πιο «τυχερά» είναι περίπου 500.000 άτομα που συνταξιοδοτήθηκαν πριν από τις 13 Μαΐου 2016 (ημέρα έναρξης της εφαρμογής του «νόμου Κατρούγκαλου») και για τα οποία μετά τον επανυπολογισμό προκύπτουν μικρές ή -σε κάποιες περιπτώσεις- μεγάλες αυξήσεις στις συντάξεις. Ωστόσο, όπως φαίνεται, οι όποιες αυξήσεις δεν θα τους καταβληθούν ολόκληρες, αλλά σε ισόποσες δόσεις σε βάθος πενταετίας.
Επίσης, στους «κερδισμένους» συμπεριλαμβάνονται «νέοι» συνταξιούχοι, αρκετοί δηλαδή από τους 200.000 «απόμαχους» που συνταξιοδοτήθηκαν από τις 13 Μαΐου 2016 και μετά, και έχουν προσωπική διαφορά πάνω από 20% σε σχέση με το ποσό που θα λάμβαναν πριν από τον «νόμο Κατρούγκαλου». Οι συνταξιούχοι αυτής της κατηγορίας διατήρησαν ένα μέρος της προσωπικής διαφοράς (το 1/2, εάν συνταξιοδοτήθηκαν το 2016, το 1/3 το 2017 και το 1/4 το 2018). Αυτή η προσωπική διαφορά θα κοβόταν μαζί με τις υπόλοιπες για τους «παλιούς» συνταξιούχους.
Στους «χαμένους» συμπεριλαμβάνονται οι «νέοι» ασφαλισμένοι που είχαν προσωπική διαφορά μικρότερη από 20% σε σχέση με τα ποσά που θα λάμβαναν εάν οι συντάξεις τους είχαν υπολογιστεί με τον -προ του «νόμου Κατρούγκαλου»- τρόπο υπολογισμού.
Γι' αυτή την κατηγορία συνταξιούχων το όφελος είναι ότι οι συντάξεις τους θα παραμείνουν και το 2019 στο ίδιο επίπεδο, το οποίο όμως υπολείπεται του ποσού που θα λάμβαναν, εάν είχαν συνταξιοδοτηθεί έως τις 12 Μαΐου 2016, όπως και για τη μεγάλη πλειονότητα των «νέων» ασφαλισμένων».
Μεταξύ αυτών, πιο «τυχερά» είναι περίπου 500.000 άτομα που συνταξιοδοτήθηκαν πριν από τις 13 Μαΐου 2016 (ημέρα έναρξης της εφαρμογής του «νόμου Κατρούγκαλου») και για τα οποία μετά τον επανυπολογισμό προκύπτουν μικρές ή -σε κάποιες περιπτώσεις- μεγάλες αυξήσεις στις συντάξεις. Ωστόσο, όπως φαίνεται, οι όποιες αυξήσεις δεν θα τους καταβληθούν ολόκληρες, αλλά σε ισόποσες δόσεις σε βάθος πενταετίας.
Επίσης, στους «κερδισμένους» συμπεριλαμβάνονται «νέοι» συνταξιούχοι, αρκετοί δηλαδή από τους 200.000 «απόμαχους» που συνταξιοδοτήθηκαν από τις 13 Μαΐου 2016 και μετά, και έχουν προσωπική διαφορά πάνω από 20% σε σχέση με το ποσό που θα λάμβαναν πριν από τον «νόμο Κατρούγκαλου». Οι συνταξιούχοι αυτής της κατηγορίας διατήρησαν ένα μέρος της προσωπικής διαφοράς (το 1/2, εάν συνταξιοδοτήθηκαν το 2016, το 1/3 το 2017 και το 1/4 το 2018). Αυτή η προσωπική διαφορά θα κοβόταν μαζί με τις υπόλοιπες για τους «παλιούς» συνταξιούχους.
Στους «χαμένους» συμπεριλαμβάνονται οι «νέοι» ασφαλισμένοι που είχαν προσωπική διαφορά μικρότερη από 20% σε σχέση με τα ποσά που θα λάμβαναν εάν οι συντάξεις τους είχαν υπολογιστεί με τον -προ του «νόμου Κατρούγκαλου»- τρόπο υπολογισμού.
Γι' αυτή την κατηγορία συνταξιούχων το όφελος είναι ότι οι συντάξεις τους θα παραμείνουν και το 2019 στο ίδιο επίπεδο, το οποίο όμως υπολείπεται του ποσού που θα λάμβαναν, εάν είχαν συνταξιοδοτηθεί έως τις 12 Μαΐου 2016, όπως και για τη μεγάλη πλειονότητα των «νέων» ασφαλισμένων».
Οι αιτήσεις μετά τον Μάιο του 2016
Στους «κερδισμένους» από την κατάργηση της περικοπής των συντάξεων είναι όσοι «νέοι» συνταξιούχοι (από τις 13 Μαΐου 2016 και μετά, με βάση τον νόμο Κατρούγκαλου) είχαν διαφορά πάνω από 20% σε σχέση με το ποσό που θα λάμβαναν με τα προ του συγκεκριμένου νόμου δεδομένα.
Για αυτούς τους «νέους» συνταξιούχους συνέχισε να καταβάλλεται η προσωπική διαφορά (ανάμεσα στο ποσό που δικαιώθηκαν και σε αυτό που θα λάμβαναν προ του νόμου Κατρούγκαλου, όπως αυτό θα διαμορφωνόταν μετά τις περικοπές των πρώτων Μνημονίων) ως εξής: α) Κατά το ήμισυ, εάν είχαν υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης από τις 13 Μαΐου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016, β) κατά το 1/3, εάν οι αιτήσεις είχαν γίνει το 2017 και γ) κατά το 1/4, εάν οι αιτήσεις υποβλήθηκαν το 2018. Πλέον και οι συντάξεις αυτές δεν θα υποστούν μείωση το 2019.
Παράδειγμα: Η αντιμετώπιση αυτής της υποκατηγορίας συνταξιούχων γίνεται πιο κατανοητή με το εξής παράδειγμα:
Μισθωτός του ΙΚΑ υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης την 1η Αυγούστου 2017, σε ηλικία 63 ετών και με 40 πραγματικά έτη ασφάλισης. Στην περίπτωσή του έγιναν δύο υπολογισμοί. Ο πρώτος υπολογισμός έγινε με τα προ νόμου Κατρούγκαλου (4387/16) δεδομένα και το ποσό της σύνταξης προέκυψε στα 1.200 ευρώ τον μήνα. Ο δεύτερος υπολογισμός έγινε με βάση τον ν. 4387/16 και το ποσό της σύνταξης που προέκυψε ήταν 840 ευρώ συνολικά. Προέκυψε λοιπόν διαφορά 360 ευρώ (το ποσό του πρώτου υπολογισμού ήταν κατά 30% πιο μεγάλο από τη σύνταξη βάσει των νέων δεδομένων). Ετσι, στον δικαιούχο αποδόθηκε το 1/3 (120 ευρώ) ως προσωπική διαφορά. Η τελική σύνταξη που έλαβε ήταν 960 ευρώ. Το ποσό αυτό θα συνεχίσει να λαμβάνει και το 2019.
Για αυτούς τους «νέους» συνταξιούχους συνέχισε να καταβάλλεται η προσωπική διαφορά (ανάμεσα στο ποσό που δικαιώθηκαν και σε αυτό που θα λάμβαναν προ του νόμου Κατρούγκαλου, όπως αυτό θα διαμορφωνόταν μετά τις περικοπές των πρώτων Μνημονίων) ως εξής: α) Κατά το ήμισυ, εάν είχαν υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης από τις 13 Μαΐου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016, β) κατά το 1/3, εάν οι αιτήσεις είχαν γίνει το 2017 και γ) κατά το 1/4, εάν οι αιτήσεις υποβλήθηκαν το 2018. Πλέον και οι συντάξεις αυτές δεν θα υποστούν μείωση το 2019.
Παράδειγμα: Η αντιμετώπιση αυτής της υποκατηγορίας συνταξιούχων γίνεται πιο κατανοητή με το εξής παράδειγμα:
Μισθωτός του ΙΚΑ υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης την 1η Αυγούστου 2017, σε ηλικία 63 ετών και με 40 πραγματικά έτη ασφάλισης. Στην περίπτωσή του έγιναν δύο υπολογισμοί. Ο πρώτος υπολογισμός έγινε με τα προ νόμου Κατρούγκαλου (4387/16) δεδομένα και το ποσό της σύνταξης προέκυψε στα 1.200 ευρώ τον μήνα. Ο δεύτερος υπολογισμός έγινε με βάση τον ν. 4387/16 και το ποσό της σύνταξης που προέκυψε ήταν 840 ευρώ συνολικά. Προέκυψε λοιπόν διαφορά 360 ευρώ (το ποσό του πρώτου υπολογισμού ήταν κατά 30% πιο μεγάλο από τη σύνταξη βάσει των νέων δεδομένων). Ετσι, στον δικαιούχο αποδόθηκε το 1/3 (120 ευρώ) ως προσωπική διαφορά. Η τελική σύνταξη που έλαβε ήταν 960 ευρώ. Το ποσό αυτό θα συνεχίσει να λαμβάνει και το 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου