Kύριε Ζέρη, πώς ξέρουμε αν το σπίτι μας θ' αντέξει σε έναν νέο σεισμό της Αθήνας;
ΗΕλλάδα είναι η πιο σεισμογενής χώρα της Ευρώπης και η έκτη πιο σεισμογενής παγκοσμίως. Ο πρόσφατος μεγάλος σεισμός στην Τουρκία, πέρα από τα συναισθήματα αλληλεγγύης και συμπόνιας για τα θύματα, προκάλεσε ερωτήματα σχετικά και με τις δικές μας κατασκευές, δεδομένου ότι τα κακοφτιαγμένα λόγω διαφθοράς κτίρια και οι ανεπαρκείς έλεγχοι στη γειτονική χώρα οδήγησαν στην έκρηξη του αριθμού των θυμάτων. Ποια είναι όμως η κατάσταση εδώ και τι μπορεί να γίνει από εδώ και πέρα;
Μιλήσαμε με τον Χρήστο Ζέρη, καθηγητή στο ΕΜΠ, διευθυντή του Εργαστηρίου Οπλισμένου Σκυροδέματος και μέλος της Μόνιμης Επιστημονικής Επιτροπής Αντισεισμικών Κατασκευών και Τεχνικής Σεισμολογίας, για να μας εξηγήσει, μεταξύ άλλων, ποιο είναι το κανονιστικό πλαίσιο στην Ελλάδα, ποια κτίρια είναι πιο ευάλωτα, τι παρεμβάσεις χρειάζονται και ποια είναι τα εμπόδια για τη σεισμική αναβάθμιση των κτιρίων.
Θα μπορούσε να συμβεί ένας τόσο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα;
Πριν απ’ όλα τον ρώτησα τι θα συνέβαινε στην Αθήνα αν γινόταν ένας αντίστοιχος σεισμός. «Δεν έχουμε τέτοιο ρήγμα εδώ», απάντησε. «Τουλάχιστον στον βαθμό που ξέρουμε τα ρήγματα της “γειτονιάς” μας, και τα ξέρουμε, λόγω των ιστορικών στοιχείων ‒ από αυτή την άποψη είμαστε πολύ καλύτερα από πολλούς άλλους λαούς. Οι μεσογειακοί λαοί, όπως και οι Κινέζοι, έχουμε ιστορικό αρχείο, πέραν των σύγχρονων καταγραφών.
Το ρήγμα της Αταλάντης μπορεί να μας ταρακουνήσει εάν ξαναδώσει σεισμό, και η ανατολική μεριά του Κορινθιακού. Έκανε το ’81 και μετά το ’96 στο Αίγιο. Ε, κάποια στιγμή θα ξαναγυρίσει προς τα ανατολικά, στην περιοχή του Λουτρακίου. Κάθε 10-15 χρόνια κινείται ο Κορινθιακός. Είναι καιρός του πάλι.
Αν περιμέναμε τέτοιο σεισμό, θα ήταν κάτω από την Κρήτη. Το τόξο που έρχεται από την Ανατολία στρίβει κάτω από την Κρήτη και ανεβαίνει προς Κύθηρα. Αυτό το τόξο, όπως λέει ο καθηγητής Παπαζάχος (σ.σ. ο πατέρας) στο βιβλίο του, έχει δώσει δύο 8άρια. Στην Αθήνα δεν συμβαίνουν σεισμοί 7,2 και 7,8. Πιο βόρεια και δυτικά της Αθήνας ίσως. Αυτό θα μας επηρέαζε, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό.
Το ρήγμα της Αταλάντης μπορεί να μας ταρακουνήσει εάν ξαναδώσει σεισμό, και η ανατολική μεριά του Κορινθιακού. Έκανε το ’81 και μετά το ’96 στο Αίγιο. Ε, κάποια στιγμή θα ξαναγυρίσει προς τα ανατολικά, στην περιοχή του Λουτρακίου. Κάθε 10-15 χρόνια κινείται ο Κορινθιακός. Είναι καιρός του πάλι. Αλλά ακόμα και τότε δεν έγραψε πολύ η Αθήνα. Κουνήθηκε ο κόσμος, τρόμαξε, αλλά οι καταγραφές ήταν χαμηλές».
Το αντισεισμικό κανονιστικό πλαίσιο στην Ελλάδα
Πρώτη φορά δημιουργείται ένας κανονισμός για τον σχεδιασμό κτιρίων στην Ελλάδα το 1959, ο οποίος αναθεωρείται το 1985, χωρίς να αλλάξουν οι συντελεστές. «Είχαν γίνει κάποιοι σεισμοί προηγουμένως και τοπικά είχαν αλλάξει κάποιοι συντελεστές, αλλά ο κανονισμός μέχρι το ’85 έμενε ο ίδιος», επισημαίνει ο κος καθηγητής.
«Το ’85 άλλαξε, λόγω μιας σειράς σεισμών. Ο πρώτος και μεγαλύτερος ήταν του ’78 στη Θεσσαλονίκη. Εκεί υπήρξαν μια-δυο καταρρεύσεις κτιρίων με θύματα. Το ’81 έγινε στο Λουτράκι, στην Περαχώρα, όπου επίσης είχαμε καταρρεύσεις στην Κόρινθο και στο Ξυλόκαστρο. Στο Λουτράκι έπεσαν δυο-τρεις πολυκατοικίες, ένα ξενοδοχείο, που ευτυχώς ήταν άδειο εκείνη την εποχή, γιατί ήταν εκτός σεζόν, και νομίζω μία πολυκατοικία στην Κόρινθο. Είχαμε θύματα το ’81.
Το ’85 είχαμε τον σεισμό της Καλαμάτας, όπου επίσης κατέρρευσαν κτίρια και στα γύρω χωριά και στην πόλη. Τότε βγήκαν τα πρόσθετα άρθρα. Πρακτικά έγινε ένα “μάζεμα” του κανονισμού με βάση το τι γινόταν στο εξωτερικό πια εκείνη την εποχή. Ήδη από το ’74 οι Αμερικανοί είχαν αλλάξει τους κανονισμούς τους. Ε, αυτό ήρθε σ’ εμάς το ’85, προσαρμοσμένο στην ελληνική πραγματικότητα.
Πύκνωσαν τα σίδερα, μπήκαν τοιχώματα στα κτίρια, οπλίστηκαν σωστά και τα τοιχώματα, δηλαδή μπήκαν καλές κατασκευαστικές λεπτομέρειες και έγιναν κάποιοι έλεγχοι που παλιά δεν ξέραμε καν τι είναι».
«Μετά το ’85», τονίζει, «πάμε στους κανονισμούς του ’90 που είναι πιο κοντά στο σημερινό ευρωπαϊκό πλαίσιο. Είναι ο ΕΚΩΣ, ο Ελληνικός Κανονισμός Ωπλισμένου Σκυροδέματος, και ο ΕΑΚ, ο Ελληνικός Αντισεισμικός Κανονισμός. Αυτοί αποτέλεσαν εξέλιξη των κανονισμών του ’85.
Ύστερα από παράλληλη χρήση με τους προηγούμενους κανονισμούς γίνονται υποχρεωτικοί το ’95, γιατί το ’90 δεν υπήρχαν ακόμα λογισμικά. Οι νέοι μηχανικοί ήξεραν τους κανονισμούς αυτούς γιατί τους είχαν σπουδάσει, οι παλιοί όχι. Επίσης, δεν υπήρχαν βοηθήματα.
Αφού μπήκε η παράλληλη χρήση τους, πήρε πέντε χρόνια στον κλάδο να προσαρμοστεί και από το ’95 και μετά έγιναν αποκλειστικός νόμος. Το ’95 έχουμε πλέον τις αποκλειστικές χρήσεις των ΕΚΩΣ και ΕΑΚ που αναθεωρούνται εκ νέου το 2000. Βγήκαν ο ΕΚΩΣ 2000 και ο ΕΑΚ 2000 που ισχύουν μέχρι και σήμερα.
Το 2010 εκδόθηκαν οι ευρωκώδικες 2 και 8 που ίσχυαν παράλληλα με τους ελληνικούς, γιατί έπρεπε ως κράτος να υιοθετήσουμε και το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Δηλαδή σήμερα έχουμε ένα παράλληλο σύστημα κανονισμών από τους οποίους ο μελετητής επιλέγει όποιον θέλει και τον ακολουθεί. Και οι δύο είναι παραπλήσιοι και από τους πιο προχωρημένους παγκοσμίως. Ακολουθούμε ιαπωνικούς και αμερικάνικους κανόνες».
Μετά τον σεισμό του ’99 στην Πάρνηθα αυξήθηκαν οι σεισμικοί συντελεστές ‒ένας τεχνικός όρος που αφορά το μέγεθος της οριζόντιας φόρτισης, άρα και της μετατόπισης ενός δομήματος λόγω σεισμού‒ στην Αθήνα γιατί μέχρι τότε «δεν γνωρίζαμε ότι υπάρχει ρήγμα κάτω από τη Δυτική Αττική», μου μεταφέρει ο καθηγητής. Κι έτσι η Αθήνα πέρασε από τη Ζώνη Ι στη Ζώνη ΙΙ, χωρίς να αλλάξουν κατά τα άλλα οι κανονισμοί.
«Ως κανονισμοί ήδη έχουν αναβαθμίσει τις κατασκευές. Η απόδειξη είναι ότι δεν έχουμε πάθει ζημιές. Το ’99 είχαμε κτίρια του ΕΑΚ ’95 που δεν έπαθαν τίποτα, παρόλο που ανέβηκαν τα φορτία κατά μιάμιση φορά. Επίσης, σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή περίπου 1,5 εκατομμυρίου ανθρώπων, παρά τις αυξημένες καταγραφές εδαφικών επιταχύνσεων που συνέβησαν, είχαμε ελάχιστα θύματα, κυρίως από δύο μεμονωμένες καταρρεύσεις».
Ποιοι εμπλέκονται στην κατασκευή ενός έργου και πού εκδηλώνεται η διαφθορά;
«Στο έργο εμπλέκονται, πλην του ιδιοκτήτη, τρεις οντότητες: ο κατασκευάζων, ο μελετών και ο επιβλέπων», αναφέρει ο κ. Ζέρης. «Ο μελετών και ο επιβλέπων (που συνήθως είναι ο ίδιος ο μελετητής) είναι με τον ιδιοκτήτη. Ο επιβλέπων ουσιαστικά ελέγχει την ποιότητα της κατασκευής. Παίρνει δοκίμια, δηλαδή δείγματα του υλικού, και τα ελέγχει στα εργαστήρια, άρα ελέγχει τα μπετά. Ελέγχει ότι τα σίδερα είναι αυτά που πρέπει όταν παραλαμβάνονται οι οπλισμοί από τον κατασκευαστή, αν έχουν δελτίο αποστολής και αν είναι η σωστή κατηγορία οπλισμού. Δηλαδή ελέγχουν ότι δεν έχει έρθει κάτι υποδεέστερο. Μετά ελέγχει αν τηρούνται τα σχέδια και ότι ο κατασκευαστής δεν κλέβει σίδερα ή δεν κόβει διατομές, δεν μειώνει διαστάσεις για να εξοικονομήσει υλικά».
Τα υλικά, όμως, είναι κανονικά πληρωμένα και εξοικονομώντας τα, ο κατασκευαστής βάζει ό,τι περισσεύει στην τσέπη του. Αυτό συνέβη και στην Τουρκία, με τη διαφθορά να εντοπίζεται κυρίως στους κατασκευαστές. Αν είναι διεφθαρμένος ο επιβλέπων μπορεί να κάνει μια συμφωνία με τον κατασκευαστή για να κάνει τα στραβά μάτια και να μοιραστούν το όφελος. Έτσι όμως δρα εις βάρος του ιδιοκτήτη, ενώ κανονικά οφείλει να τον εκπροσωπεί.
«Γενικώς, τα προβλήματα», λέει ο κ. Ζέρης, «προκύπτουν είτε γιατί ο μελετητής κάνει λάθη στις παραδοχές και στη σύνταξη της μελέτης, είτε γιατί οι κατασκευαστές είναι διεφθαρμένοι και κλέβουν ή δεν έχουν γνώση σωστής αντισεισμικής κατασκευής, είτε γιατί ο επιβλέπων δεν κάνει τη δουλειά του επειδή θεωρεί ότι δεν πληρώνεται αρκετά. Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν υπάρχει επίβλεψη πολλές φορές σε αυτά τα έργα γιατί είναι χαμηλές οι αμοιβές. Αλλά αυτό είναι θέμα μηχανικού. Μπορεί να βρεις έναν μηχανικό που αναλαμβάνει πέντε επιβλέψεις την ημέρα για να τα βγάλει πέρα, πράγμα αδύνατο. Πρακτικά είσαι σε ένα αμάξι και γυρνάς το λεκανοπέδιο».
«Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι στα κτίρια του ’70. Ούτε του ’60, ούτε του ’90, ούτε από το ’85 και μετά. Όσα είναι από το ’85 και μετά είναι καλά ή δουλεύουν καλά. Του ’70 είναι τα πιο επίφοβα».
Η πολεοδομία ελέγχει μόνο τη νομιμότητα πια και όχι τη στατική επάρκεια
Η πολεοδομία είναι ο θεσμός που ελέγχει τις κατασκευές πέρα από τους μελετητές. Τα τελευταία χρόνια δεν θέλει όμως να αναλάβει την ευθύνη του ελέγχου της στατικής επάρκειας. «Οι πολεοδομίες ελέγχουν τυπικά και κυρίως τα κτιριοδομικά», λέει ο καθηγητής. «Να μην έχεις βγει παραέξω στην κάτοψη το κτίριο, να μην έχει καταπατήσει πρασιές, να μην κάνεις παρανομίες, να μην ανέβει παραπάνω απ’ όσο πρέπει. Δεν κοιτάνε δηλαδή τα στατικά. Γι’ αυτά είναι ο μελετητής υπεύθυνος. Σπάνια τα ελέγχουν, κυρίως σε πολύ σοβαρά έργα.
Εγώ έκανα μελέτες, πριν έρθω εδώ, και μου έχει τύχει σε ένα μεγάλο έργο στη Θεσσαλονίκη ο στατικός διευθυντής της Πολεοδομίας να με ελέγξει. Μου είπε: “Έλα κάτω, άνοιξε τα σχέδια και δείξε μου αναλυτικά τι έχεις κάνει”. Αυτό παλιά. Οι έλεγχοι, πια, επικεντρώνονται στη νομιμότητα όχι στους ελέγχους του κανονισμού στατικής επάρκειας.
Και ο λόγος είναι ότι η πολεοδομία σου λέει: “Κοίταξε, κυκλοφορούν καμιά δεκαπενταριά λογισμικά στην πράξη και κάθε μελετητής έχει το δικό του. Δεν μπορώ να έχω και τα δεκαπέντε στο γραφείο της Πολεοδομίας και να κάνω διπλό έλεγχο. Δεν έχω ούτε τον χρόνο, ούτε το προσωπικό και ούτε και ξέρω όλα αυτά τα προγράμματα.”. Και δεν κάνουν ούτε αυτό που λέμε spot checking, τυχαίο έλεγχο, να ζητήσουν να τους δείξεις μια κολόνα ή κάτι άλλο».
Πόσο αντέχουν τα κτίρια και τι παρεμβάσεις μπορούν να γίνουν;
«Γενικώς το σκυρόδεμα δεν αλλοιώνεται τόσο, απλώς αλλάζουν οι αντοχές του», τονίζει ο καθηγητής. «Αλλάζουν με την έννοια ότι άλλο σκυρόδεμα φτιάχναμε το ’60, άλλο σήμερα. Και τα τσιμέντα είναι πιο ισχυρά και οι αναλογίες των συνθέσεων είναι πολύ πιο δυνατές σήμερα. Έχουν ανέβει οι ποιότητες».
Τα προβλήματα εντοπίζονται κυρίως στους οπλισμούς που διαβρώνονται, διογκώνονται και μπορεί να ραγίσουν σε ορισμένες περιπτώσεις το μπετόν. «Είμαστε παραθαλάσσια χώρα, έχουμε πολλή έκθεση στο αλάτι από τη θάλασσα και υπάρχει ζήτημα διάβρωσης. Γενικώς, η πλειονότητα της δόμησης είναι κοντά στη θάλασσα, γιατί όλοι αυτό θέλουν. Τα περιβάλλοντα είναι επιθετικά, έχουμε ζέστη και υγρό καιρό κι αυτό χτυπάει τα σίδερα.
Αν είναι τα σίδερα πλήρως διαβρωμένα, καμένα απ’ το αλάτι, πρέπει να επέμβεις», λέει. «Αναγνωρίζουμε το πρόβλημα και κάνουμε ενίσχυση, αντικαθιστώντας την κολόνα με καινούργια σίδερα γύρω-γύρω. Κρατάς την παλιά κολόνα, την ξεφλουδίζεις, βάζεις καινούργια σίδερα, τα συνδέεις με την παλιά με βλήτρα και μετά κατασκευάζεις μια καινούργια κολόνα γύρω-γύρω που περιβάλλει τα νέα σίδερα και είναι περίπου 15 εκατοστά μεγαλύτερη απ’ την παλιά.
Αν έχω μια υφιστάμενη κολόνα 30x30 εκατοστά, κάνω μια καινούργια 45x45 που είναι νέα σίδερα ενωμένα, συνδεδεμένα με την παλιά κολόνα και προστατευμένα με το νέο μπετόν. Αυτά τα λέμε μανδύες. Το κάνουμε στα τοιχώματα, το κάνουμε και στα δοκάρια, αλλά πλέον μπορούμε να κάνουμε κι άλλες ενισχύσεις, όχι μόνο με νέο μπετόν και σίδερο. Μπορούμε να τυλίξουμε τις κολόνες με ανθρακονήματα, με σύνθετα πολυμερή από γραφίτη, που είναι σαν ύφασμα. Σκεφτείτε λεπτές ίνες από γραφίτη που είναι πολύ υψηλής αντοχής, ενωμένες σαν ύφασμα με ένα πολυμερές το οποίο είναι ένα εύκαμπτο, κολλάει με ρητίνη και ανανεώνει την αντοχή της κολόνας.
Στα παλιά κτίρια πρέπει να αλλάξουμε τον φορέα που παραλαμβάνει τον σεισμό. Ένας τρόπος είναι να πάμε σε κάθε κολόνα και σε κάθε δοκάρι και να τα ενισχύσουμε. Άλλος τρόπος είναι ο εξωσκελετός. Κρατάμε τον σκελετό που παραλαμβάνει τα κατακόρυφα φορτία και σε αυτόν συνδέουμε έναν εξωσκελετό, έναν νάρθηκα που είναι από καινούργιο υλικό, μεταλλικά χιαστί ή καινούργια τοιχία από μπετόν, που εμποδίζουν τον παλιό σκελετό να νιώσει τον σεισμό γιατί είναι πιο δύσκαμπτα συστήματα-νάρθηκες και ακριβώς γι’ αυτό θα παραλάβουν όλο τον σεισμό. Ο παλιός σκελετός θα νιώθει μόνο τα κατακόρυφα φορτία, ό,τι έκανε δηλαδή πάντα».
«Υπάρχουν διάφοροι τρόποι», επισημαίνει. «Κάποιοι που αναπτύσσονται τώρα, και τους κοιτάμε και πειραματικά, είναι να αφαιρέσουμε κάποιους τοίχους που είναι με τούβλα, να συνδέσουμε σίδερα σε αυτό το κενό και να σκυροδετήσουμε νέο μπετόν. Κάνω έναν σκελετό εκεί που είχα τούβλα, αντικαθιστώ δηλαδή αυτό το ασθενικό υλικό, το κάνω ένα τοιχίο μέχρι κάτω. Δρούμε κατά περίπτωση».
Ποιας δεκαετίας τα κτίρια κινδυνεύουν περισσότερο;
«Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι στα κτίρια του ’70. Ούτε του ’60, ούτε του ’90, ούτε από το ’85 και μετά. Όσα είναι από το ’85 και μετά είναι καλά ή δουλεύουν καλά. Του ’70 είναι τα πιο επίφοβα».
Τον ρωτάω αν αυτό είχε να κάνει με τη διαφθορά της εποχής, πράγμα που διαψεύδει: «Όχι, τότε πρακτικά πάμε στα πανταχόθεν ελεύθερα. Έχουμε πιλοτές. Δεν είναι πια τα μεγάλα μπλοκ, όπως στο κέντρο της Αθήνας, όπου το ένα κτίριο είναι δίπλα στο άλλο. Δεν είναι ελεύθερα να κινούνται τα κτίρια, σε ένα μεγάλο οικοδομικό τετράγωνο τα ακριανά έχουν κάποιο θέμα, τα μεσαία παρεμποδίζονται απ’ τα διπλανά. Χτυπάνε ενδεχομένως μεταξύ τους, κάπως μαζεύονται. Το είδαμε και στην Τουρκία. Τα γωνιακά πάθανε περισσότερη ζημιά.
Τα πανταχόθεν ελεύθερα “τρώνε” το σεισμό και πάνε όπου να’ ναι. Πάνε δεξιά-αριστερά, οπότε εκεί έχουμε και τις σοβαρότερες βλάβες. Εκείνη την εποχή είναι που άρχισαν οι πιλοτές και μεγάλωσαν και τα ανοίγματα των κτιρίων. Τα παλιά στο κέντρο της Αθήνας έχουν το πολύ καλό ότι έχουν πυκνά υποστυλώματα και μικρά ανοίγματα γιατί ήταν συντηρητικοί οι μελετητές.
Έχεις τρίμετρα ανοίγματα, που σημαίνει ότι αν έχεις μια κάτοψη και ανά τρία μέτρα κολόνα, έχεις πιο πολλές κολόνες για να “πάρουν” τον σεισμό, άρα καταπονούνται λιγότερο. Το ’70 γίναμε πιο τολμηροί, βγήκαν και οι υπολογιστές που μας έδωσαν νέα εργαλεία. Οπότε εκεί φύγαμε από τα τρίμετρα και πήγαμε στα πεντάμετρα, στα εξάμετρα, που σημαίνει ότι στην ίδια κάτοψη έχουμε ουσιαστικά τις μισές κολόνες σε κάθε διεύθυνση».
Οι τοιχοπληρώσεις στα κτίρια άλλων δεκαετιών συνεισφέρουν στην αντοχή του κτιρίου. «Αν κάποιος πήγε σε ένα κτίριο και έκοψε τους τοίχους, τότε έχουμε θέμα!», τονίζει ο κ. Ζέρης. «Αλλά αυτό δεν ισχύει για την πλειονότητα των σπιτιών του κέντρου της Αθήνας. Έχουν πολλές κολόνες και πολλούς τοίχους, οπότε είναι πιο δύσκαμπτα.
Στου ’70 τα κτίρια αυξάνονται τα ανοίγματα, φεύγουν οι τοίχοι γιατί έχουμε πιο πολλή τζαμαρία, έχουμε πιλοτή, αλλαγές χρήσεων, οπότε ο σεισμός είναι ευκολότερο να πιάσει τα όρια του κτιρίου. Κάτι επιπλέον που έγινε το ’70 ήταν ότι μπήκαμε στα έτοιμα σκυροδέματα.
Η τεχνολογία του έτοιμου σκυροδέματος εκείνα τα χρόνια, απ’ ό,τι μου έχουν πει, δεν ήταν ακόμα και τόσο γνωστή. Τα σκυροδέματα αυτά έρχονταν με τη βαρέλα από τη μονάδα, αλλά έπεφτε νερό επί τόπου στο έργο, το οποίο φυσικά ρίχνει τις αντοχές».
Τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα;
«Το σημαντικό είναι να αυξηθεί η ποιότητα των κατασκευών. Δηλαδή να δοθεί προτεραιότητα στην ευθύνη. Να είναι υπεύθυνοι οι εμπλεκόμενοι και να υπάρχει έλεγχος από μηχανικούς κ.λπ. Να λυθούν μετά τα νομικά προβλήματα και να δοθούν κάποια κίνητρα, γιατί μόνο με κίνητρα μπορεί να γίνει αυτό ή μέσω δανεισμού με πιο χαμηλότοκα δάνεια σε αυτούς που φτιάχνουν πιο ισχυρές λύσεις», λέει ο καθηγητής.
«Να μπουν και οι δανειστές στο παιχνίδι και να σου πουν “αν κάνεις ένα καλύτερο κτίριο, πιο σωστά κατασκευασμένο, έχω όφελος κι εγώ. Άρα σου ρίχνω το κόστος του δανεισμού”. Τουλάχιστον έτσι, ο κόσμος που θέλει θα βρει τη δυνατότητα να το κάνει. Επίσης, πρέπει να μπουν κριτήρια για το ποιοι κατασκευάζουν και ποιοι μελετάνε».
Αυτήν τη στιγμή όποιος έχει ένα κεφάλαιο, μπαίνει στην κατασκευή. Οι κατασκευές, όπως και άλλες δραστηριότητες που απαιτούν μεγάλα κεφάλαια, προσελκύουν και κόσμο που μπορεί να θέλει να «ξεπλύνει» χρήματα. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το αποτέλεσμα δεν θα είναι βιώσιμο, όμως, αν ο πρώτιστος σκοπός είναι το «ξέπλυμα» ή η ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία, είναι πολύ πιθανό η κατασκευή να μην είναι καλή, κι αυτό πρέπει να είναι το κύριο ζητούμενο.
«Επίσης, στις μεταβιβάσεις ισχύει το σύνδρομο του πωλητή αυτοκινήτων: όπου έχω ένα αμάξι που ξέρω ότι είναι χαλασμένο, κοιτάζω να το μπλαστρώσω όσο μπορώ για να το ξεφορτωθώ. Και πάρε εσύ το μπαλάκι που δεν έχεις τη δυνατότητα εκείνη τη στιγμή να το ελέγξεις. Αυτό πρέπει να λυθεί, όπως πρέπει να λυθεί και το πρόβλημα της πολυϊδιοκτησίας. Γιατί πολλές φορές φρενάρει τη δυνατότητα να επέμβουμε σε ένα κτίριο», επισημαίνει ο κ. Ζέρης.
«Στο Λουτράκι κατέρρευσε μια πολυκατοικία γιατί, όπως είχε λεχθεί, ο ιδιοκτήτης είχε μετατρέψει το ισόγειο σε ντίσκο και χωρίς να το πει σε κανέναν έκοψε πέδιλα, τις βάσεις στο έδαφος.
Στην Κάτω Κηφισιά, το ’99, σε μια πολυκατοικία υπήρχε ιδιοκτήτης του 4ου ορόφου που έλεγε ότι δεν ήθελε να πληρώσει την επισκευή στην πιλοτή, αφού οι ζημιές σε έναν σεισμό γίνονται στους κάτω ορόφους. “Ας πληρώσει ο 1ος και ο 2ος”, έλεγε».